Ροκ μουσική (ROCK MUSIC)
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο όρος ροκ στη μουσική, χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα είδη που προέκυψαν από την εξέλιξη του είδους του rock and roll. Η μουσική ροκ (rock) στο σύνολό της, αποτελεί ένα είδος δημοφιλούς μουσικής που χαρακτηρίζεται συνήθως από έντονο ρυθμό και από ευδιάκριτη, χαρακτηριστική μελωδία φωνητικών η οποία συνοδεύεται συνήθως από ηλεκτρικές κιθάρες, ηλεκτρικό μπάσο και ντραμς. Πολλές φορές χρησιμοποιούνται και πληκτροφόρα όργανα, όπως πιάνο ή συνθεσάιζερ.
Εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στην Αμερική και είχε ως βάση την τεχνοτροπία του Rhythm and Blues και το ρυθμό του rock and roll των αφροαμερικάνικων κοινοτήτων των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και το rockabilly, που ουσιαστικά ήταν η έκφραση των λευκών μέσω των προαναφερθέντων ειδών αφροαμερικανικής προέλευσης. Συνεισφορά στον ήχο που πρωτοχαρακτηρίστηκε ροκ, θεωρείται ότι είχε και η country μουσική. Αυτή, είχε στοιχεία μπλουζ και βασιζόταν στα παραδοσιακά είδη μουσικής των κατοίκων των ΗΠΑ και ήταν πολύ δημοφιλής, κυρίως μεταξύ των λευκών και στο Νότο.
Η μουσική ροκ επηρεάστηκε και επηρεάζεται ακόμη και σήμερα από τα άλλα είδη μουσικής που είναι δημοφιλή ανά περίοδο. Στη δεκαετία του 1960, η παραδοσιακή (folk) μουσική των λευκών κοινοτήτων των ΗΠΑ επηρέασε το υβρίδιο που ήταν γνωστό ως ροκ εκείνη την περίοδο, αλλά και επηρεάστηκε από αυτό με αποτέλεσμα τη δημιουργία του φολκ ροκ. Παράλληλα, γίνεται γνωστό το μπλουζ ροκ που αποτελεί την έκφανση του ροκ που δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην ηλεκτρική κιθάρα και στις μπλουζ ρίζες της μουσικής αυτής. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, εμφανίζεται το ψυχεδελικό ροκ, που φέρει στοιχεία από μουσικές της ανατολής. Λίγα χρόνια αργότερα, οι μουσικοί της ροκ που είχαν τζαζ παιδεία και μουσικοί τζαζ, δημιούργησαν το μείγμα που έγινε γνωστό ως τζαζ-ροκ φιούζιον, ή απλά φιούζιον. Στη δεκαετία του 1970, το ροκ υποσκελίστηκε από την επικράτηση της ντίσκο που αποτελούσε ένα μείγμα σόουλ, φανκ και λάτιν μουσικής και δέχτηκε επιρροές από τα είδη αυτά. Παράλληλα, δημιουργούνται τα υποείδη σοφτ ροκ, προγκρέσιβ ροκ, πανκ ροκ και χέβι μέταλ. Τη δεκαετία του 1980, γίνεται δημοφιλές το χαρντ ροκ και το εναλλακτικό ροκ (alternative rock) κάνει τα πρώτα του βήματα. Στην επόμενη δεκαετία, τα υποείδη της ροκ που εισάγονται είναι το γκραντζ, το μπριτ ποπ και το ανεξάρτητο ροκ (indie).
Μπλουζ (Blues)
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Με τον όρο μπλουζ (αγγλικά: blues) είναι το φωνητικό και οργανικό μουσικό ιδίωμα που εκφράζεται με «μπλου» νότες (blue notes ή πεσμένες νότες) δηλαδή μια μπλουζ κλίμακα, συνήθως πεντατονική, με υφέσεις στην 3η και 7η νότα της, ενώ χρησιμοποιούνται συχνά επαναλαμβανόμενα μοτίβα, συνήθως δωδεκάμετρης μορφής. Γεννήθηκε στις αφροαμερικανικές κοινότητες των Η.Π.Α. ως ανάμειξη στοιχείων με αφρικανικές ρίζες, εκκλησιαστική μουσική, ύμνους του εμφυλίου πολέμου κ.ά. μουσικά ιδιώματα. To μπλουζ επηρέασε σε σημαντικό βαθμό την παλιότερη, (σπιρίτσουαλς και γκόσπελ), και νεότερη αμερικανική και δυτικοευρωπαϊκή μουσική και συνδέθηκε με άλλα είδη όπως το ράγκταϊμ, η τζαζ, το Ρυθμ εντ μπλουζ (rhythm and blues(R&B)) το Ροκ εντ ρολ (rock and roll), το Χιπ χοπ και η Ποπ μουσική κ.ά.
Η λέξη blue στα αγγλικά, εκτός από το μπλε χρώμα, σημαίνει την κακή ψυχική διάθεση.
Οι αιώνες που ακολούθησαν την ανακάλυψη της Αμερικής, στιγματίστηκαν από το εκτεταμένο δουλεμπόριο αφρικανών σκλάβων. Οι συνθήκες μεταφοράς ήταν άθλιες και πολλοί από αυτούς πέθαιναν στο ταξίδι. Όσοι επιζούσαν τους περίμενε η μεγάλη περιπέτεια της ζωής τους. Υπήρχε μεγάλη ανάγκη από εργατικό δυναμικό ώστε οι αχανείς εκτάσεις, ιδίως του Αμερικανικού Νότου, να καταστούν καλλιεργήσιμες και προσοδοφόρες. Αυτοί οι Αφρικανοί σκλάβοι εργάζονταν από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου, ενώ η μεταχείρισή τους δεν ήταν ανθρώπινη αφού δεν θεωρούνταν «κανονικοί» άνθρωποι. Είχαν μεταφέρει, γραμμένα ανεξίτηλα στη μνήμη τους, τις μουσικές και τους χορούς της πατρίδας τους. Έτσι, στα πλαίσια της πρώτης πολυεθνικής κοινωνίας που δημιουργούνταν τότε, τον 17ο-19ο αιώνας στο Νότο των ΗΠΑ, οι νέγροι είχαν κάθε δίκιο να νιώθουν πεσμένη την ψυχική τους διάθεση. Η λέξη blue, συνήθως στον πληθυντικό blues, στα ελληνικά ίσως καλύτερα να αποδίδεται ως «τα χάλια», «έχω τα χάλια μου».
Ιστορία του μπλουζ
Για πολλά χρόνια το μπλουζ παίζονταν και διαδίδονταν μόνο από μνήμης, ζωντανό και σε προσωπικό επίπεδο. Γεννήθηκε στο Δέλτα του Βόρειου Μισσισσιπή μετά από τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Επηρεασμένο από τις αφρικανικές ρίζες του[1], μπαλάντες και ρυθμικούς χορούς, (τα τζαμπ απ), εξελίχθηκε σταδιακά σε μουσική για έναν τραγουδιστή, που δημιουργούσε διάλογο ανάμεσα στη φωνή και την κιθάρα του, τραγουδώντας έναν στίχο και απαντώντας οργανικά[2].
Από τα σταυροδρόμια των λεωφόρων 61 και 49 και την πλατφόρμα του Σιδηροδρομικού σταθμού του Κλάρκσντεϊλ, το μπλουζ μετακόμισε βόρεια στο Μπηλ Στρητ του Μέμφις και τα «Θεάματα των γιατρικών» (medicine shows[3]), για να επηρεάσουν τη λαϊκή μουσική σχεδόν σε όλο το εύρος της. Τα πρώτα μπλουζ ακολουθούσαν, σε ό,τι αφορά στο ρυθμικό τους πρότυπο, τον συχνά ακανόνιστο ρυθμό της φωνής, όπως φαίνεται σε ηχογραφήσεις της δεκαετίας του 20, ακόμη και της δεκαετίας του 30, από τους θρυλικούς Τσάρλι Πάτον, Μπλάιντ Λέμον Τζέφερσον, Ρόμπερτ Τζόνσον, Λάιτνινγκ Χόπκινς κ.ά.
Στη δεκαετία του 30 και του 40 τα μπλουζ κατέκτησαν τον Βορρά και πέρασαν στο ρεπερτόριο της μπιγκ μπαντ τζαζ. Η εισαγωγή του ηλεκτρικού ενισχυτή και η χρήση της τονικότητας της τζαζ άλλαξε ριζικά τη μορφή του «ηλεκτρικού» πλέον μπλουζ. Στις πόλεις του Βορρά, στο Σικάγο και το Ντητρόιτ, μπλουζίστες και σόλο κιθαρίστες (lead quitarists) όπως ο Μάντυ Γουότερς, ο Γουίλι Ντίξον, ο Τζον Λη Χούκερ, ο Χόουλινγκ Γουλφ και ο Έλμορ Τζέιμς έπαιξαν ηλεκτρικά και έκαναν δημοφιλή τα μπλουζ του Δέλτα του Μισισιπή, χρησιμοποιώντας στην μπάντα όργανα όπως το μπάσο, τα ντραμς, το πιάνο και περιστασιακά τη φυσαρμόνικα. Στην ίδια περίοδο στο Χιούστον ο Τι-Μπόουν Γουόκερ, και στο Μέμφις ο Μπι Μπι Κινγκ καθιέρωσαν ένα νέο στυλ που συνδύαζε την τεχνική της τζαζ με το ρεπερτόριο και την τονικότητα του μπλουζ.
Rock n' Roll all over the world